σκόρπαινα

σκόρπαινα
(scorpaena scrofa). Τελεόστεο περκόμορφο ψάρι της οικογένειας των Σκορπαινιδών. Εξαιτίας του χοντρού σχήματος και των πολυάριθμων ακροχορδώνων, η σ. έχει άσχημη εμφάνιση· τα ισχυρά αγκάθια με τα οποία είναι προικισμένο το μπροστινό τμήμα του εκτεταμένου ραχιαίου πτερύγιου προκαλούν πολύ οδυνηρά κεντήματα. Το ψάρι αυτό, μήκους 25-50 εκ., ζει γενικά στους λασπώδεις βυθούς του Ανατολικού Ατλαντικού και της Μεσογείου ως το βάθος των 400 περίπου μ. Η αναπαραγωγή γίνεται μέσω αβγών που οι θηλυκές εναποθέτουν την άνοιξη κοντά στις ακτές· οι πελάγιες προνύμφες που γεννιούνται φέρουν πάρα πολλά αγκάθια. Το κρέας τους είναι περιζήτητο γιατί είναι εύγευστο και φτιάχνει θαυμάσια σούπα. Στην ίδια περιοχή διάδοσης συναντιέται και η σ. η χοίρος (scorpaena porcus) ή μαύρη σ., μήκους μόνο 20-25 εκ., που ζει κατά προτίμηση σε βυθούς πλούσιους σε βλάστηση. Και τα δυο αυτά είδη απαντούν και στα ελληνικά νερά και είναι γνωστά με τα κοινά ονόματα σκορπήνες, σκορπιοί, σκορπίδια και σκρόφες. Κοντά στις νορβηγικές ακτές, είναι κοινή μια μεγάλη σ., η νόθη σκόρπαινα της Νορβηγίας (helico-lenus marinus), μήκους 80-100 εκ. και βάρους 6-9 κιλών· αυτή διακρίνεται από τους άλλους Σκορπαινίδες όχι μόνο γιατί ζει σε ψυχρά νερά (εκτός από το Βόρειο Ατλαντικό απαντιέται και στο Βόρειο Παγωμένο ωκεανό), αλλά και γιατί οι θηλυκές γεννούν απευθείας προνύμφες, επειδή τα αβγά ανοίγουν όταν βρίσκονται ακόμα στον ωαγωγό. Σκόρπαινα (scorpaena scrofa): τα ισχυρά αγκάθια που εμφανίζονται στο μπροστινό τμήμα του ραχιαίου πτερύγιου προκαλούν οδυνηρά τσιμπήματα. Σκόρπαινα, μια παραλλαγή, της οποίας το μήκος φτάνει 30 εκατοστά.
* * *
η, ΝΑ
νεοελλ.
γένος τελεόστεων ιχθύων τής οικογένειας σκορπαινίδες τής τάξης σκορπιονοειδείς, στο οποίο ανήκουν η σκορπίνα, ο σκορπιός κ.ά. ψάρια
αρχ.
είδος ψαριού τής ίδιας οικογένειας, διαφορετικό όμως από τον σκορπιό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκορπιός + επίθημα -αινα (πρβλ. σκί-αινα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σκόρπαινα — fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκόρπαινα — η βλ. σκορπίνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκορπαίνας — σκορπαίνᾱς , σκόρπαινα fem acc pl σκορπαίνᾱς , σκόρπαινα fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκορπαίνης — σκόρπαινα fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκόρπαιναι — σκόρπαινα fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκόρπαιναν — σκόρπαινα fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • escorpena — (del lat. «scorpaena», del gr. «skórpaina») f. Nombre dado a varias especies de *peces escorpeniformes del género Scorpaena; como el Scorpaena porcus, de cabeza muy grande y color rojo, muy común en el Cantábrico. ≃ Arangorri, diablo marino,… …   Enciclopedia Universal

  • σκορπαινίδες — οι, Ν ζωολ. οικογένεια τελεόστεων ιχθύων, μια από τις σημαντικότερες τής τάξης τών σκορπιονοειδών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. scorpaenidae (< scorpaena < σκόρπαινα)] …   Dictionary of Greek

  • σκορπιοί — Όνομα με το οποίο χαρακτηρίζονται διάφορα γένη αρθρόποδων, της τάξης των σκορπιονιδών, της ομοταξίας των αραχνιδίων. Οι σ. αποτελούνται από ένα μπροστινό τμήμα, που λέγεται πρόσωμα ή κεφαλοθώρακας, προστατευόμενο από μια ραχιαία χιτινώδη ασπίδα… …   Dictionary of Greek

  • σκορπιονοειδείς — οι, Ν ζωολ. τάξη ευρύτατα διαδεδομένων τελεόστεων ιχθύων, που απαντούν σε όλες τις θάλασσες, καθώς και στα γλυκά νερά, με 20 περίπου οικογένειες, κυριότερες από τις οποίες είναι οι σκορπαινίδες, οι τριγλίδες, οι κοττίδες, οι αγονίδες, οι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”